- ολοκληρωτισμός
- Όρος που δημιουργήθηκε τον 20ό αι. για να χαρακτηρίσει πολιτικά κινήματα και καθεστώτα που αποκλείουν απόλυτα, στην πάλη για την άσκηση της εξουσίας, και αυτή την ύπαρξη μιας νόμιμης αντιπολίτευσης. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά (ιδιαίτερα από τον Μουσολίνι) για τα κινήματα και τα κράτη φασιστικού τύπου (Ιταλία, Γερμανία, Πορτογαλία, Ισπανία). Αργότερα επεκτάθηκε για να χαρακτηρίσει και τα κομουνιστικά κινήματα και κράτη (πρώην ΕΣΣΔ, λαϊκές δημοκρατίες) ακόμα και τα μονοκομματικά κινήματα και κράτη που δημιουργήθηκαν στην αφρικανοασιατική περιοχή, μετά τη χειραφέτηση των άλλοτε αποικιών. Στην ευρεία αυτή αποδοχή, ο όρος αποκτά πολύ γενική σημασία και νόημα μόνο αν αντιταχτεί στην έννοια της φιλελεύθερης συνταγματικής δημοκρατίας. Έτσι όμως καταλήγει να καλύπτει μια πολύ ετερογενή πολιτική φαινομενολογία, που δεν υπολογίζει ούτε την πραγματική λαϊκή συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας ούτε τα κοινωνικά προγράμματα (αρκετά διαφορετικά σε κράτη εξίσου μονοκομματικά), ούτε τις γενικές ιδεολογικές κατευθύνσεις. Ιστορικά, μόνο τα φασιστικά κράτη διακήρυξαν απροκάλυπτα την «ολοκληρωτική» δομή τους, με ειδική αναφορά στην απόλυτη κυριαρχία του κράτους στην κοινωνική ζωή. Εξαιτίας αυτής της ασάφειας, σχετικά με την έννοιά του, ο όρος o., που επιβλήθηκε απόλυτα στην πρακτική της πολιτικής προπαγάνδας, άργησε να γίνει δεκτός στην πολιτική και συνταγματική επιστήμη.
* * *ομορφή διακυβέρνησης που θεωρητικά δεν επιτρέπει καμία ατομική ελευθερία και που επιδιώκει να υποτάξει όλες τις πλευρές τής ζωής τού ατόμου στην εξουσία τού κράτους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ολοκληρωτικός + -ισμός*, απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. totalitarisme].
Dictionary of Greek. 2013.